Ἀπολυτίκιον Κοιμήσεως Θεοτόκου Ἦχος α' Ἐν τῇ Γεννήσει τὴν παρθενίαν ἐφύλαξας, ἐν τῇ Κοιμήσει τὸν κόσμον οὐ κατέλιπες Θεοτόκε. Μετέστης πρὸς τὴν ζωήν, μήτηρ ὑπάρχουσα τῆς ζωῆς, καὶ ταῖς πρεσβείαις ταῖς σαῖς λυτρουμένη, ἐκ θανάτου τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
ΙΕΡΟΣ ΕΝΟΡΙΑΚΟΣ ΝΑΟΣ ΚΟΙΜΗΣΕΩΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ ΚΑΛΛΙΜΑΣΙΑΣ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ ΧΙΟΥ, ΨΑΡΩΝ ΚΑΙ ΟΙΝΟΥΣΣΩΝ

Σάββατο 17 Ιανουαρίου 2015

Κυριακὴ 18 Ἰανουαρίου 2015 - Τῶν Ἁγίων Ἀθανασίου καί Κυρίλλου.

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ
Ἀ­ριθ­μὸς 3
Κυ­ρια­κὴ 18 Ἰ­α­νου­α­ρί­ου 2015
Τῶν Ἁ­γί­ων Ἀ­θα­να­σί­ου καί Κυ­ρίλ­λου 
Ἑ­βρ. ι­γ’ 7-16

«Μνη­μο­νεύ­ε­τε τῶν ἡ­γου­μέ­νων ὑ­μῶν… ὧν ἀ­να­θε­ω­ροῦν­τες τήν ἔκ­βα­σιν τῆς ἀ­να­στρο­φῆς μι­μεῖ­σθε τήν πί­στιν».

Ἡ πα­ραγ­γε­λί­α τοῦ ἀ­πο­στό­λου Παύ­λου, ἀ­γα­πη­τοί μου ἀ­δελ­φοί, ἀ­φορᾶ σ’ ὅ­λους τούς πι­στούς κά­θε ἐ­πο­χῆς. Ἀ­πευ­θύ­νε­ται στόν κα­θέ­να μας καί το­νί­ζει τήν ἀ­νάγ­κη ­νά θυ­μό­μα­στε τούς Ἀ­πο­στό­λους καί με­γά­λους δι­δα­σκά­λους μας, τούς ἥ­ρω­ες καί μάρ­τυ­ρες τῆς πί­στης μας. Νά φέρ­νε­τε, λέ­ει, στό νοῦ σας καί νά με­λε­τᾶ­τε μέ εὐ­λά­βεια τό κα­τά Θε­όν τέ­λος τοῦ βί­ου καί τῆς ἐ­νά­ρε­της συμ­πε­ρι­φο­ρᾶς τους καί νά μι­μεῖ­σθε τήν πί­στη τους, πού ἦ­ταν τό­σο φλο­γε­ρή.

Σή­με­ρα γι­ορ­τά­ζου­με δύ­ο Πα­τριά­ρχες τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τῆς Ἀ­λε­ξαν­δρεί­ας: Τόν Ἅ­γιο Ἀ­θα­νά­σιο καί τόν Ἅ­γιο Κύ­ριλ­λο. Καί οἱ δύ­ο ἀ­γω­νί­στη­καν γιά τήν πί­στη καί τήν ἀ­λή­θεια. Εἶ­ναι γνω­στά πό­σα μαρ­τύ­ρια, ἐ­ξο­ρί­ες, βά­σα­να ὑ­πέ­στη­σαν γιά τήν χρι­στι­α­νι­κή πί­στη, ἰ­δι­αί­τε­ρα ὁ Μέ­γας Ἀ­θα­νά­σιος. Δέν λύ­γι­σε, ὅ­μως, πο­τέ στίς τό­σες κα­ται­γί­δες. Γιά τήν ἀ­λή­θεια ἀ­γω­νί­στη­καν ἐ­νάν­τιον τῶν αἱ­ρε­τι­κῶν. Αὐ­τήν ζή­τη­σαν νά κρα­τή­σουν ἀ­λώ­βη­τη. Καί τήν κρά­τη­σαν ἀ­πό τό­σες καί τό­σες ἀν­τι­δρά­σεις.

Αὐ­τῶν τῶν με­γά­λων ἀ­γω­νι­στῶν τήν πί­στη μᾶς προ­τεί­νει ὁ θεῖ­ος Παῦ­λος νά μι­μη­θοῦ­με. Ὅ­ταν, ὅ­μως, ἀ­κοῦ­με αὐ­τή τήν προ­τρο­πή, ἕ­να ἐ­ρώ­τη­μα ἔρ­χε­ται στήν καρ­διά μας. Μά ἐ­μεῖς, οἱ τό­σο ἀ­δύ­να­μοι, ὀ­λι­γό­πι­στοι, πῶς μπο­ροῦ­με νά μι­μη­θοῦ­με τή φλο­γε­ρή πί­στη ἐ­κεί­νων τῶν Ἁ­γί­ων; Ἐ­μεῖς συ­χνά ζοῦ­με με­τα­ξύ ἀμ­φι­βο­λί­ας καί ὀ­λι­γο­πι­στί­ας. Μό­λις συ­ναν­τή­σου­με μιά μι­κρή δυ­σκο­λί­α, ἕ­να ἐμ­πό­διο, μί­α θλί­ψη, μί­α δο­κι­μα­σί­α, λυ­γί­ζου­με, τά χά­νου­με. Σή­με­ρα μά­λι­στα πού φου­σκώ­νει τό κῦ­μα τῆς ἀ­πι­στί­ας, σή­με­ρα πού ὁ ἄν­θρω­πος ἀμ­φι­βάλ­λει γιά κά­θε τί τό ὑ­περ­φυ­σι­κό, σή­με­ρα καί ἐ­μεῖς οἱ πι­στοί, πού ἐκ­κλη­σι­α­ζό­μα­στε, πού με­λε­τᾶ­με τήν Ἁ­γί­α Γρα­φή, μέ ὅ­σα ἀ­κοῦ­με γύ­ρω μας, μέ τά συν­θή­μα­τα τῆς ἀ­πι­στί­ας, συ­χνά τα­ρα­ζό­μα­στε.

Ἔρ­χε­ται κά­πο­τε καί ὁ ὕ­που­λος πει­ρα­σμός καί μᾶς σφυ­ρί­ζει στό αὐ­τί νά ἐγ­κα­τα­λεί­ψου­με τό θη­σαυ­ρό τῆς πί­στης, νά πα­ρα­με­ρί­σου­με ἀρ­χές καί ἰ­δα­νι­κά καί νά δου­λω­θοῦ­με στό κα­κό, νά γί­νου­με δοῦ­λοι τῆς ἁ­μαρ­τί­ας. Τό­τε νο­μί­ζου­με πώς εἴ­μα­στε ἐ­λεύ­θε­ροι, μπο­ροῦ­με νά κά­νου­με ὅ,τι θέ­λου­με, ὅ,τι δι­α­φη­μί­ζει ἡ μό­δα. Ξε­χνοῦ­με ἔ­τσι τά λό­για του Χρι­στοῦ μας: «Πᾶς ὁ ποι­ῶν τήν ἁ­μαρ­τί­αν, δοῦ­λός ἐ­στι τῆς ἁ­μαρ­τί­ας».

Καί σή­με­ρα, ὅ­μως, πού ἔ­χουν κα­τα­πα­τη­θῆ τά ἱ­ε­ρά καί τά ὅ­σια του Γέ­νους μας, ξα­να­κού­γε­ται ἡ φω­νή τοῦ Ἀ­πο­στό­λου πού μᾶς το­νί­ζει ὅ­τι ἀ­να­θε­ω­ροῦν­τες τήν ζω­ή καί τά ἔρ­γα τῶν ἁ­γί­ων τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας, πρέ­πει καί μπο­ροῦ­με, καί στίς πιό δύσκο­λες στιγ­μές, νά ξα­να­ζων­τα­νέ­ψου­με μέ­σα μας τήν πί­στη. Καί θά τό πε­τύ­χου­με ἄν κα­τορ­θώ­σου­με νά ἀ­να­πλά­σου­με τήν ἐ­πο­χή πού ἔ­ζη­σαν.

Τα­ραγ­μέ­νη τό­τε ἡ ἐ­πο­χή τους μέ βα­σι­λεῖς καί ἄρ­χον­τες εἰ­δω­λο­λά­τρες, μέ κλη­ρι­κούς αἱ­ρε­τι­κούς, ἁρ­πα­κτι­κοί λύ­κοι μέ ἔν­δυ­μα προ­βά­του. Τα­ραγ­μέ­νη καί σή­με­ρα ἡ ἐ­πο­χή μας μέ αἱ­ρέ­σεις πού δι­εισ­δύ­ουν μέ­σα στή σύγ­χρο­νη πο­λυ­πο­λι­τι­σμι­κή κοι­νω­νί­α μας καί, μέ τρό­πο πει­στι­κό καί ἑλ­κυ­στι­κό, προ­βάλ­λουν τίς δι­ε­στραμ­μέ­νες δι­δα­σκα­λί­ες τους. Οἱ Πα­πι­κοί, οἱ Οὐ­νί­τες, οἱ Προ­τε­στάν­τες, οἱ Πεν­τη­κο­στια­νοί, οἱ μάρ­τυ­ρες τοῦ Ἰ­ε­χω­βᾶ, πού προ­σπα­θοῦν ὕ­που­λα νά προ­ση­λυ­τί­σουν ἀ­νύ­πο­πτους ἀλ­λά καί ἀ­νί­δε­ους συ­ναν­θρώ­πους μας. Ἔ­χουν πέ­ρα­σει πλέ­ον τίς 500 οἱ νε­ο­φα­νεῖς αἱ­ρέ­σεις καί πα­ρα­θρη­σκεῖ­ες πού δροῦν ἀ­νε­νό­χλη­τα στήν πα­τρί­δα μας τήν Ἑλ­λά­δα μέ τήν μορ­φή ἐ­πι­στη­μο­νι­κῶν, φι­λο­σο­φι­κῶν, ἀν­θρω­πι­στι­κῶν ἤ κοι­νω­νι­κῶν σω­μα­τεί­ων. Ὅ­ποι­ος μπλε­χτεῖ στά δί­χτυ­α τῶν αἱ­ρε­τι­κῶν ἀ­πο­κό­πτε­ται ἀ­πό τήν Ἐκ­κλη­σί­α καί βρί­σκε­ται ἔ­ξω ἀ­πό τό λυ­τρω­τι­κό χῶ­ρο τῆς χά­ρι­τός της.

Μά καί ὅ­λοι νά κλο­νι­σθοῦν, ἐ­μεῖς πρέ­πει νά μεί­νου­με ἑ­δραῖ­οι, ἀ­με­τα­κί­νη­τοι, ἀ­κλό­νη­τοι στήν πί­στη τῶν Πα­τέ­ρων μας πού καί σή­με­ρα ἔ­χου­με τό­σο ἀ­νάγ­κη.

Οἱ Ἅ­γιοι Πα­τέ­ρες, ἀ­γα­πη­τοί μου, ἔ­δω­σαν ἰ­δι­αί­τε­ρη βα­ρύ­τη­τα στό θέ­μα «αἵ­ρε­ση» καί ἀ­γω­νί­στη­καν μέ ὅ­λες τους τίς δυ­νά­μεις γιά νά κρα­τή­σουν ἀ­νό­θευ­τη τήν πί­στη στόν Τρι­α­δι­κό μας Θε­ό. Ἄς τούς πα­ρα­κα­λοῦ­με νά πρε­σβεύ­ουν γιά ὅ­λους μας, ὥ­στε νά μεί­νου­με στα­θε­ροί στήν πί­στη τῆς Ὀρ­θό­δο­ξης Ἐκ­κλη­σί­ας μας. Ἀ­μήν.

Δεν υπάρχουν σχόλια: